- ἀσώτου
- ἄσωτοςhaving no hope of safetymasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
блоудьныи — (157) пр. к блоудъ. 1.В 1 знач.: идѣ же суть путье блуднии и па(ч) же и погибель. не дѣлесно быва˫а. и расматрѩ˫а не подобна˫а. в немь же блѩднѣ и блудьство. (φατρίαι) ФСт XIV, 198а; в роли с.: Иже кромѣ бж(с)твьны˫а цр҃кви кромѣ бл҃гословлени˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
DOMINICA — I. DOMINICA seu Dies Dominicus, prima hebdomadis dies, Dies lucis et Dies panis Chrisost. de Resurr. Regina et princeps dierum, Iacobo; dierum Domina Sophron. Dies pacis. Theod. Studitae: Graecis Κυριακὴ, Α᾿ναςτάσιμος, βασιλὶς καὶ ὕπατος τῶ… … Hofmann J. Lexicon universale
SEPTUAGESIMA — in Ord. Roman. videtur dici posse, propter 70. dies, qui sunt ab ipso die ad Sabbatum ante Octavas Paschae, quo die alba tolluntur vestimenta a nuper baptizatis. Adeoque nomen Dominicae est, 70. diebus Sabbatum ante Dominicam in Albis… … Hofmann J. Lexicon universale
παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες … Dictionary of Greek
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Γκουντούλιτς, Ιβάν — (Ivan Gundulic, Ραγούζα 1589 – 1638). Κροάτης ποιητής. Ανατράφηκε στο πνεύμα μιας ουμανιστικής παιδείας, γεγονός που διαφαίνεται από την αφοσίωσή του στα κλασικά πρότυπα και στη γεμάτη ευαισθησία φροντίδα του για τη μορφική επεξεργασία των στίχων … Dictionary of Greek
Λογγίνος — Όνομα αξιωματούχων της βυζαντινής περιόδου. 1. Σφετεριστής του αυτοκρατορικού θρόνου (; – Αλεξάνδρεια 498). Ήταν αδελφός του αυτοκράτορα του Ζήνωνα (474 491). Μετά τον θάνατο του Ζήνωνα, επειδή αποκλείστηκε από τη διαδοχή εξαιτίας του ακόλαστου… … Dictionary of Greek
Μπομαρσέ, Πιερ Ογκιστέν Καρόν ντε- — (Pierre Augustain Caron de Beaumarchais, Παρίσι 1732 – 1799). Γάλλος κωμωδιογράφος. Στα νιάτα του ήταν ρολογάς όπως ο πατέρας του, αλλά με το ζωηρό και ευμετάβλητο πνεύμα του ανέπτυξε πολύμορφη δραστηριότητα: υπήρξε καθηγητής της άρπας των γιων… … Dictionary of Greek
παραβολή — η 1. παράθεση, σύγκριση, αντιπαραβολή: Η παραβολή των φωτοαντιγράφων με το πρωτότυπο είναι περιττή και χωρίς νόημα. 2. αλληγορική διήγηση: Η παραβολή του ασώτου. 3. (μαθημ.) είδος καμπύλης γραμμής με ορισμένες ιδιότητες. 4. (ναυτ.) το πλεύρισμα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)